Η θέση των Lankshear & Knobel
Σε συνέδριο στο Όσλο το 2005, οι Lankshear και Knobel (Lankshear & Knobel,2005) υποστήριξαν ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα και ενιαίο «ψηφιακό γραμματισμό», αφού κάτι τέτοιο υποδηλώνει μια στατική θεώρηση και με αυτό τον τρόπο τυποποιείται και ανάγεται σε μετρήσιμο και αξιολογήσιμο πεδίο δεξιοτήτων, ένα παγκόσμιο «θέσφατο» με ευρύτερες επιπτώσεις ως προς την γενίκευση και πιστοποίησή του.[1]Υποστηρίζουν ότι μια τέτοια θεώρηση υπηρετεί στόχους για την εθνική και διεθνή κανονικοποίηση του ψηφιακού γραμματισμού και εντάσσεται στη λογική της έννοιας που είχε υιοθετηθεί για το γραμματισμό και στο συμβατικό πεδίο, αυτό δηλαδή της τελολογικής και ανταποδοτικής του υπόστασης.
Κάνοντας κριτική σε μια τέτοια θεώρηση, από το πεδίο της κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης, επικεντρώνονται σε τρία σημεία:
1. Θεωρούν ότι η έννοια του ψηφιακού γραμματισμού υποβαθμίζεται αν περιοριστεί στη διαχείριση της πληροφορίας .
2. Σε σχέση με την κριτική στάση και αξιολόγηση της πληροφορίας, υποστηρίζουν ότι πολλά από αυτά που οι άνθρωποι κάνουν καθημερινά στο Internet δεν αφορούν στην αναζήτηση της αλήθειας, την κριτική σκέψη ή τη διερεύνηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Σταδιακά η πληροφορία γίνεται ο μίτος που οδηγεί σε εμπλοκή σε συμμετοχικές πρακτικές (Gee,2004). Ξεκινά σαν πληροφορία και εμπλοκή με την πληροφορία, αλλά συχνά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αλήθεια που αυτή φέρει ή για την χειραγώγηση στην οποία μπορεί να στοχεύει ή κάτι παρόμοιο.
3. Τέλος, ένα τρίτο πεδίο κριτικής αφορά την ίδια τη λογική της προσπάθειας να οριστεί το τι είναι ψηφιακός γραμματισμός. Υποστηρίζουν ότι γίνεται με στόχο να διδαχθεί αυτό που θα ορίσουμε ως τέτοιο, κάτι που υπόκειται στην κριτική που άσκησε ο Illich(1971) σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα στο συμβατικό γραμματισμό και στοχεύει στην ομογενοποίηση και χειραγώγησή του δια μέσου των γενικευτικών συστημάτων (totalazing systems).
Έτσι καταλήγουν ότι «μέσα από τις επίσημες παραδοχές για το τι συνιστά τον ψηφιακό γραμματισμό , οι πολιτισμικές ηλεκτρονικές πρακτικές μετατρέπονται στην πραγματικότητα σε υποχρεωτική κατανάλωση ομογενοποιημένης και πιστοποιημένης μάθησης».
Η υιοθέτηση μιας κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης στον ψηφιακό γραμματισμό είναι , σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, η ασπίδα για την απόρριψη ενός «αυτόνομου» μοντέλου του ψηφιακού γραμματισμού. Οι πρακτικές γραμματισμού –συμβατικού ή ψηφιακού- αποκτούν νόημα μέσα στο κοινωνικό τους περικείμενο. Είναι πρωταρχικά λειτουργίες κοινωνικής πρακτικής, κοινωνικού περικειμένου και Λόγων (Gee,1996), «μορφές της ζωής» με μια έννοια, έτσι όπως περιέγραψε τον όρο ο Wittgenstein (1953).
Για τους Knobel & Lankshear, ακριβώς όπως ο Street (1984:1) περιέγραψε το γραμματισμό σαν συντομογραφία κοινωνικών πρακτικών και αντιλήψεων γύρω από την ανάγνωση και τη γραφή, έτσι και ο «ψηφιακός γραμματισμός» δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι ενιαίο και οριοθετημένο σαν δεξιότητα ή ικανότητα. Αντίθετα, πρέπει να θεωρηθεί «…σαν μια αντίστοιχη συντομογραφία άπειρων κοινωνικών πρακτικών και αντιλήψεων για την εμπλοκή στην κατασκευή νοήματος που διαμεσολαβείται από κείμενα που παράγονται, παραλαμβάνονται, διακινούνται, ανταλλάσσονται κλπ μέσω ψηφιακής κωδικοποίησης. Υπάρχουν άπειροι «ψηφιακοί γραμματισμοί», ανάλογα με το πώς οι άνθρωποι προσδιορίζουν τους εαυτούς τους: σύμφωνα με τις αξίες τους, τις κοινωνικές ομάδες με τις οποίες εμπλέκονται, τις επαφές στις οποίες επενδύουν και με τις οποίες συνδέονται , τους στόχους που θέλουν να εκπληρώσουν, την εικόνα που θέλουν να προβάλουν και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.»( Lankshear & Knobel,2005: 9)
[1]Βλ. οργανισμούς –κρατικούς και μη- όπως το Global Digital Literacy Council, το Educational Testing Service (ETS, USA), την International Society for Technology in Education (ISTE), και το OECD’s Program for International Student Assessment (PISA)
Lankshear, C. & Knobel, M. (2006) Digital literacy and digital literacies: Policy, pedagogy and research. Nordic Journal of Digital Literacy, 1, 12–24.
Κάνοντας κριτική σε μια τέτοια θεώρηση, από το πεδίο της κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης, επικεντρώνονται σε τρία σημεία:
1. Θεωρούν ότι η έννοια του ψηφιακού γραμματισμού υποβαθμίζεται αν περιοριστεί στη διαχείριση της πληροφορίας .
2. Σε σχέση με την κριτική στάση και αξιολόγηση της πληροφορίας, υποστηρίζουν ότι πολλά από αυτά που οι άνθρωποι κάνουν καθημερινά στο Internet δεν αφορούν στην αναζήτηση της αλήθειας, την κριτική σκέψη ή τη διερεύνηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Σταδιακά η πληροφορία γίνεται ο μίτος που οδηγεί σε εμπλοκή σε συμμετοχικές πρακτικές (Gee,2004). Ξεκινά σαν πληροφορία και εμπλοκή με την πληροφορία, αλλά συχνά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αλήθεια που αυτή φέρει ή για την χειραγώγηση στην οποία μπορεί να στοχεύει ή κάτι παρόμοιο.
3. Τέλος, ένα τρίτο πεδίο κριτικής αφορά την ίδια τη λογική της προσπάθειας να οριστεί το τι είναι ψηφιακός γραμματισμός. Υποστηρίζουν ότι γίνεται με στόχο να διδαχθεί αυτό που θα ορίσουμε ως τέτοιο, κάτι που υπόκειται στην κριτική που άσκησε ο Illich(1971) σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα στο συμβατικό γραμματισμό και στοχεύει στην ομογενοποίηση και χειραγώγησή του δια μέσου των γενικευτικών συστημάτων (totalazing systems).
Έτσι καταλήγουν ότι «μέσα από τις επίσημες παραδοχές για το τι συνιστά τον ψηφιακό γραμματισμό , οι πολιτισμικές ηλεκτρονικές πρακτικές μετατρέπονται στην πραγματικότητα σε υποχρεωτική κατανάλωση ομογενοποιημένης και πιστοποιημένης μάθησης».
Η υιοθέτηση μιας κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης στον ψηφιακό γραμματισμό είναι , σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, η ασπίδα για την απόρριψη ενός «αυτόνομου» μοντέλου του ψηφιακού γραμματισμού. Οι πρακτικές γραμματισμού –συμβατικού ή ψηφιακού- αποκτούν νόημα μέσα στο κοινωνικό τους περικείμενο. Είναι πρωταρχικά λειτουργίες κοινωνικής πρακτικής, κοινωνικού περικειμένου και Λόγων (Gee,1996), «μορφές της ζωής» με μια έννοια, έτσι όπως περιέγραψε τον όρο ο Wittgenstein (1953).
Για τους Knobel & Lankshear, ακριβώς όπως ο Street (1984:1) περιέγραψε το γραμματισμό σαν συντομογραφία κοινωνικών πρακτικών και αντιλήψεων γύρω από την ανάγνωση και τη γραφή, έτσι και ο «ψηφιακός γραμματισμός» δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι ενιαίο και οριοθετημένο σαν δεξιότητα ή ικανότητα. Αντίθετα, πρέπει να θεωρηθεί «…σαν μια αντίστοιχη συντομογραφία άπειρων κοινωνικών πρακτικών και αντιλήψεων για την εμπλοκή στην κατασκευή νοήματος που διαμεσολαβείται από κείμενα που παράγονται, παραλαμβάνονται, διακινούνται, ανταλλάσσονται κλπ μέσω ψηφιακής κωδικοποίησης. Υπάρχουν άπειροι «ψηφιακοί γραμματισμοί», ανάλογα με το πώς οι άνθρωποι προσδιορίζουν τους εαυτούς τους: σύμφωνα με τις αξίες τους, τις κοινωνικές ομάδες με τις οποίες εμπλέκονται, τις επαφές στις οποίες επενδύουν και με τις οποίες συνδέονται , τους στόχους που θέλουν να εκπληρώσουν, την εικόνα που θέλουν να προβάλουν και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.»( Lankshear & Knobel,2005: 9)
[1]Βλ. οργανισμούς –κρατικούς και μη- όπως το Global Digital Literacy Council, το Educational Testing Service (ETS, USA), την International Society for Technology in Education (ISTE), και το OECD’s Program for International Student Assessment (PISA)
Lankshear, C. & Knobel, M. (2006) Digital literacy and digital literacies: Policy, pedagogy and research. Nordic Journal of Digital Literacy, 1, 12–24.