Ψηφιακοί γραμματισμοί
Μεγάλο μέρος από τη συζήτηση που γίνεται για τις αλλαγές στη φύση του γραμματισμού έχει να κάνει με τις Τεχνολογίες και τη μεταμορφωτική επίδραση που έχουν (Merchant,2005). Στα γραπτά πολλών ερευνητών τόσο από τον τομέα της κοινωνικής επιστήμης (Mitchell,1995; Tapscott,1998), όσο και άλλων που έχουν πιο άμεση σχέση με την εκπαίδευση (Luke,A. 1998; Luke,C.,2006; Snyder,2002; Warschauer, Knobel & Stone,2004), συναντούμε απόψεις για την αλλαγή των κοινωνικών πρακτικών μέσα από τη διάχυση της τεχνολογίας της πληροφορίας, που με τη σειρά τους θα επιφέρουν μεταμορφώσεις στις ίδιες τις τεχνολογίες της επικοινωνίας, ένας αέναος κύκλος με λίγα λόγια, όπου η τεχνολογία δημιουργεί νέες πρακτικές και οι πρακτικές, νέες τεχνολογίες και νέους τρόπους χρήσης του γραμματισμού. Η χρήση των SMS στα κινητά τηλέφωνα, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μέσα από τα προσωπικά και επαγγελματικά e-mail και ένα εύρος σχετικών μορφών βασισμένων στην διεπιδραστική χρήση του Διαδικτύου έρχονται προς επίρρωση των παραπάνω θέσεων.
Οι ΤΠΕ αρχίζουν να θέτουν σε αμφισβήτηση την άποψή μας για τη γραφή και την ανάγνωση. Η πληκτρολόγηση δεν χρησιμοποιεί τους όρους της γραφομηχανής και η γραφή με τους αντίχειρες στέλνοντας μηνύματα εν κινήσει , βάζει τη γραφή σε νέες διαστάσεις της σύγχρονης εποχής. Το σημαντικό εδώ είναι ότι η τεχνολογία, όχι μόνο διευκόλυνε και διεύρυνε διαδικασίες της γραφής που χρησιμοποιούσαμε ως τώρα, αλλά μας προσέδωσε και δυνατότητες που με τα συμβατικά έντυπα μέσα μάς ήταν αδύνατες. Άρα, ίσως θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση ανάμεσα στην τεχνολογία και τη γραφή. Ή ίσως και όχι, αφού ο Ong, (1982) έχει ήδη υποστηρίξει ότι η γραφή είναι τεχνολογία, με την έννοια ότι περιλαμβάνει:
..τη χρήση εργαλείων και άλλου εξοπλισμού –στυλούς, γραφίδες, πινέλα, προσεκτικά προετοιμασμένες επιφάνειες όπως το χαρτί, δέρματα ζώων, καθώς και μελάνια ή βαφές και πολλά άλλα ( σ. 81-81.)
Η εμφάνιση της τεχνολογίας έχει δημιουργήσει αυτό που κάποιοι μελετητές ονομάζουν «νέα γραφή» (Faser et al,2003; Holloway & Valentine,2003). Η ακραία εκδοχή αυτής της θέσης είναι το «τέλος της γλώσσας», ότι δηλαδή η συζήτηση για τη γλώσσα παύει πια να γίνεται στα παραδοσιακά πλαίσια ανάλυσης του λεξικογραμματικού και σημασιολογικού επιπέδου, αλλά μιλάμε πλέον για ένα ευρύτατο πεδίο σημειωτικών συστημάτων, που ενσωματώνουν τις έννοιες της ανάγνωσης, της γραφής και του λόγου. Ωστόσο, το ποσοστό στο οποίο οι μαθητές των σχολείων συμμετέχουν σε τέτοιες πρακτικές ή έχουν την εμπειρία ή την πρόσβαση σε τεχνολογίες που συνδέονται με αυτές τις αλλαγές, ποικίλει σε μεγάλο βαθμό.
Πολλοί μελετητές έχουν διατυπώσει απόψεις γύρω από τον όρο «ψηφιακό χάσμα» (digital divide) (Tapscott,1996), που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το παραπάνω φαινόμενο. Το γνωστικό χάσμα της Μοντέρνας εποχής (Lyotard,1988; Forman,2007) μεταφέρεται σήμερα στο πεδίο της τεχνολογίας, αφού η πληροφορία είναι η «ανταλλάξιμη» γνώση (η ανταποδοτική γνώση, που συναντάμε στον Lyotard). Σε μελέτες που έγιναν (Ηνωμένο Βασίλειο, Holloway & Valentine,2003; ΗΠΑ, Warschauer, Knobel & Stone,2004) αναδεικνύονται περιπλοκότητες στο «κοινωνικό αποκλεισμό της εποχής της πληροφορίας» και υποστηρίζεται ότι η κουλτούρα, η στάση των εκπαιδευτικών και η εκπαιδευτική πολιτική –κεντρική και επιμέρους- μπορούν να είναι τόσο καθοριστικές, ώστε να δημιουργήσουν δυνατότητες πρόσβασης ή να επιβάλουν αποκλεισμό.
Οι ΤΠΕ αρχίζουν να θέτουν σε αμφισβήτηση την άποψή μας για τη γραφή και την ανάγνωση. Η πληκτρολόγηση δεν χρησιμοποιεί τους όρους της γραφομηχανής και η γραφή με τους αντίχειρες στέλνοντας μηνύματα εν κινήσει , βάζει τη γραφή σε νέες διαστάσεις της σύγχρονης εποχής. Το σημαντικό εδώ είναι ότι η τεχνολογία, όχι μόνο διευκόλυνε και διεύρυνε διαδικασίες της γραφής που χρησιμοποιούσαμε ως τώρα, αλλά μας προσέδωσε και δυνατότητες που με τα συμβατικά έντυπα μέσα μάς ήταν αδύνατες. Άρα, ίσως θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση ανάμεσα στην τεχνολογία και τη γραφή. Ή ίσως και όχι, αφού ο Ong, (1982) έχει ήδη υποστηρίξει ότι η γραφή είναι τεχνολογία, με την έννοια ότι περιλαμβάνει:
..τη χρήση εργαλείων και άλλου εξοπλισμού –στυλούς, γραφίδες, πινέλα, προσεκτικά προετοιμασμένες επιφάνειες όπως το χαρτί, δέρματα ζώων, καθώς και μελάνια ή βαφές και πολλά άλλα ( σ. 81-81.)
Η εμφάνιση της τεχνολογίας έχει δημιουργήσει αυτό που κάποιοι μελετητές ονομάζουν «νέα γραφή» (Faser et al,2003; Holloway & Valentine,2003). Η ακραία εκδοχή αυτής της θέσης είναι το «τέλος της γλώσσας», ότι δηλαδή η συζήτηση για τη γλώσσα παύει πια να γίνεται στα παραδοσιακά πλαίσια ανάλυσης του λεξικογραμματικού και σημασιολογικού επιπέδου, αλλά μιλάμε πλέον για ένα ευρύτατο πεδίο σημειωτικών συστημάτων, που ενσωματώνουν τις έννοιες της ανάγνωσης, της γραφής και του λόγου. Ωστόσο, το ποσοστό στο οποίο οι μαθητές των σχολείων συμμετέχουν σε τέτοιες πρακτικές ή έχουν την εμπειρία ή την πρόσβαση σε τεχνολογίες που συνδέονται με αυτές τις αλλαγές, ποικίλει σε μεγάλο βαθμό.
Πολλοί μελετητές έχουν διατυπώσει απόψεις γύρω από τον όρο «ψηφιακό χάσμα» (digital divide) (Tapscott,1996), που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το παραπάνω φαινόμενο. Το γνωστικό χάσμα της Μοντέρνας εποχής (Lyotard,1988; Forman,2007) μεταφέρεται σήμερα στο πεδίο της τεχνολογίας, αφού η πληροφορία είναι η «ανταλλάξιμη» γνώση (η ανταποδοτική γνώση, που συναντάμε στον Lyotard). Σε μελέτες που έγιναν (Ηνωμένο Βασίλειο, Holloway & Valentine,2003; ΗΠΑ, Warschauer, Knobel & Stone,2004) αναδεικνύονται περιπλοκότητες στο «κοινωνικό αποκλεισμό της εποχής της πληροφορίας» και υποστηρίζεται ότι η κουλτούρα, η στάση των εκπαιδευτικών και η εκπαιδευτική πολιτική –κεντρική και επιμέρους- μπορούν να είναι τόσο καθοριστικές, ώστε να δημιουργήσουν δυνατότητες πρόσβασης ή να επιβάλουν αποκλεισμό.